- φασ(σ)αΐτης
- ο, Ν(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού ασβεστίου, τού μαγνησίου και τού σιδήρου, που ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων και αποτελεί ποικιλία τού αυγίτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fassaite < γερμ. Fassait < Val di Fassa, Venezia Tridentina, περιοχή τής βορειοανατολικής Ιταλίας].
Dictionary of Greek. 2013.